- ὀποπάλσαμον
- ὀπο-πάλσαμον,A v. ὀποβάλσαμον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποπάλσαμον — ὀποπάλσαμον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. οποβάλσαμο … Dictionary of Greek
οποβάλσαμο — το (Α ὀποβάλσαμον και, δ. γρφ., ὀποπάλσαμον) η ελαιορητίνη τού βαλσαμοδένδρου αρχ. το βαλσαμόδεντρο, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Balsamodendron opobalsamum. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + βάλσαμον] … Dictionary of Greek